- κερατόσαυρος
- (Ceratosaurus). Γένος δεινοσαύρων που έχουν εκλείψει. Τα ζώα αυτά ήταν ισχυροί θηρευτές, περπατούσαν στα δύο πόδια, είχαν δυνατή ουρά σχήματος S και ένα κοντό κέρατο στο ρύγχος τους, απ’ όπου έλαβαν και την ονομασία τους. Ήταν τεραστίων διαστάσεων, βάρους 0,5-1 τόνου, όπως μαρτυρεί το μήκος του σκελετού τους που φτάνει τα 6 μ. Είχαν μεγάλα μάτια –πιθανόν και καλή όραση– και ισχυρές σιαγόνες. Λείψανα απολιθωμένων κ. βρέθηκαν σε στρώματα της κατώτερης κρητιδικής διάπλασης του μεσοζωικού αιώνα, στη βορειοδυτική Αμερική (στρώματα του Κόμο) και στην Αφρική (στρώματα του Τενταγκουρού).
Dictionary of Greek. 2013.